αλεκτρυών

αλεκτρυών
Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο Ήλιος, που μπήκε με τις ακτίνες του στο δωμάτιο, είδε τους εραστές και έτρεξε να ειδοποιήσει τον Ήφαιστο, ο οποίος τους συνέλαβε μέσα σε αόρατα σιδερένια δεσμά που είχε κατασκευάσει επίτηδες γι’ αυτό τον σκοπό. Μετά, το πάθημά του, ο Άρης τιμώρησε τον A. και τον μεταμόρφωσε σε πετεινό (αλεκτρυόνα). Από τότε οι πετεινοί λίγο πριν από την ανατολή του ήλιου την αναγγέλλουν κράζοντας δυνατά.
* * *
ἀλεκτρυών (-όνος), ο, η (Α)
1. (το αρσ.) πετεινός, κόκορας
2. το θηλ. όρνιθα, κότα
3. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλεκτρυών*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τής λ. ἀλέκτωρ* που σχηματίστηκε αναλογικά προς λ. όπως ἀλκυών *, Γηρυών* κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεκτρύαινα, ἀλεκτρυόνειος, ἀλεκτρυόνιο, ἀλεκτρυώδης
μσν.
ἀλεκτρυονίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλεκτρυονοπώλης, ἀλεκτρυονοπωλητήριον. ἀλεκτρυονοτρόφος, ἀλεκτρυοφώνιον
(μσν. νεοελλ.) ἀλεκτρυομαντεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁλεκτρυών — ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλεκτρυών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεκτρυών — cock masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀλεκτρυών — Ἀλεκτρυών , Ἀλεκτρυών masc nom/voc sg ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'λεκτρυών — ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλεκτρυόνα — Ἀλεκτρυών masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεκτρυόνα — ἀλεκτρυών cock masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλεκτρυόνας — Ἀλεκτρυών masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεκτρυόνας — ἀλεκτρυών cock masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλεκτρυόνε — Ἀλεκτρυών masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”